ΤΑ ΚΑΛΥΒΙΑ –
ΚΟΝΑΚΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΤΟ ΤΡΟΒΑΤΟ ΑΓΡΑΦΩΝ» του Παν.Σαλαγιάννη
Να μην ριζώνουν πουθενά.
Με σκεπή τον ουρανό και συντροφιά τα άστρα.
Ερωτευμένοι με τη φύση.
Ελεύθεροι και ανυπότακτοι.
Αυτοί είναι οι
Σαρακατσάνοι.
Νομάδες κτηνοτρόφοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία παλαιότερα.
Για να φτιάξουν το καλύβι τους πρώτα πρώτα έκαναν την
επιλογή του μέρους. Διάλεγαν ένα μέρος προσήλιο
και απάγκιο και εκεί έστηναν το
καλύβι τους.
Τα καλύβια ήταν καμωμένα
από μακριά και ευλίγιστα λούρα
δέντρων. Έκοβαν τα κατάλληλα ξύλα από το
δάσος και έφτιαχναν τα περίκεντρα, τα κυκλικά καλύβια τους, το ένα συνήθως
κοντά στο άλλο, για να προστατεύονται από τους αέρηδες του χειμώνα.
Ο τρόπος
κατασκευής τους δεν ήταν και τόσο
εύκολος. Πρώτα διάλεγαν ένα ισόπεδο μέρος και ύστερα κάρφωναν ένα πάσσαλο εκεί
που ήθελαν το κέντρο της καλύβας και με ένα σχοινί το οποίο έδεναν στον
πάσσαλο διέγραφαν κύκλο χαράζοντας τη γη με ένα
ξύλο ή μπήγοντας μικρά παλούκια.
Το μήκος του σχοινιού αντιστοιχούσε με την ακτίνα του
κύκλου και αυτό προσδιόριζε το μέγεθος του καλυβιού. Έπειτα έστηναν τον σκελετό
της καλύβας. Έκοβαν ειδικά λούρα, μακρόστενα χλωρά
ξύλα, «τα μπηχτάρια» ή «κατσουλόστυλα»,
που τα έμπηγαν κάθετα και βαθιά στο
έδαφος και σε στρογγυλό σχήμα πάνω στον
κύκλο που είχαν χαράξει.
Τα μπηχτάρια τοποθετούνταν σε απόσταση περί τα τριάντα
εκατοστά μεταξύ τους. Τα ξύλα αυτά που ήταν ευλίγιστα, και χλωρά, τα ένωναν
στην κορυφή. Όταν όμως ήθελαν τη καλύβα να είναι μεγάλη, τότε δεν έδεναν τα μπηχτάρια στην
κορυφή αλλά έκαναν με άλλα λούρα την κατσούλα, ειδική κατασκευή, που την
πρόσδεναν πάνω στα μπηχτάρια.
Η όλη κατασκευή
αποτελούσε το θολοειδές μέρος της καλύβας, το οποίο ώσπου να τελειώσει η
διαδικασία σκεπάσματός της, το στήριζαν σε μια μεγάλη φούρκα που τοποθετούσαν στο κέντρο του σκελετού.
Το
σκελετό αυτό των κάθετων ξύλων τον
έδεναν, τον περιέζωναν οριζόντια με
ευέλικτα λούρα που η μεταξύ τους απόσταση
ήταν μικρή ώστε να συγκρατούν και να μην επιτρέπουν στο «σάλωμα» δηλ, στα υλικά με τα οποία θα
σκέπεζαν το καλύβι να πέφτει στο εσωτερικό του.
Αυτά ήταν τα «χαρτώματα» ή τα λεγόμενα και «χαρτόλουρα» που ήταν πιο λιανά αποό τα μπηχτάρια. Το
δέσιμο των χαρτωμάτων γινόταν συνήθως με βεργούλες από σχοίνο ή λυγαριά.
Στη
συνέχεια όταν τελείωνε ο σκελετός έκοβαν καλάμια,
βρίζα, και χόρτα ψιλά ή πήγαιναν
σε μέρη βαρκά και έκοβαν βούρλα. Με
τον κερεστέ, αυτό δηλ. με τα υλικά
αυτά σκέπαζαν την καλύβα. Ο κερεστές αυτός λεγόταν και σάλωμα. Έβαζαν πρώτα
επάνω στο σκελετό καλάμια κάπως αραιά σαν αστάρι για να συγκρατούν τα άλλα
υλικά. Ύστερα τοποθετούσαν περειφεριακά
μια στρώση από τα υπόλοιπα υλικά, έβαζαν πάνω ένα λούρο, που συνήθως τον
έλεγαν λουστάρι (ζωστάρι), για να συγκρατεί από το εξωτερικό μέρος τα υλικά
αυτά, και έδεναν το ζουστάρι, δηλ. τον εξωτερικό λούρο, «χαρτώματα» δηλ. τα
λούρα που είχαν βάλει εσωτερικά στο σκελετό ή και με τα κάθετα μπηχτάρια.
Το
δέσιμο των λούρων γινόταν συνήθως με βέργες λυγαριάς ή καναπίτσας που ήταν εύκαμπτες και αντοχής και στρίβονταν
χωρίς να σπάνε.
Το σκέπασμα της
καλύβας απαιτούσε μαεστρία και ήθελε μεγάλη προσοχή,γιατί αν δεν τοποθετούνταν
τα υλικά δασιά και κατάλληλα και δεν δένονταν όπως έπρεπε, τότε δεν ήταν δυνατό
να αντέξουν στο δυνατό φύσημα του αέρα και η καλύβα θα ξεσκεπάζοταν. Ακόμη, αν δε δένονταν κατάλληλα τα
υλικά, ώστε να εξασφαλίζουν στεγανότητα ,υπήρχε κίνδυνος το καλύβι να «βάζει»
νερό, να «στάζει»,όπως έλεγαν οι Σαρακατσάνοι.
Το ανοιγμα της καλύβας ,που λεγόταν ρούγα –από την αρχαία ομηρική λέξη ρωξ, που σημαίνει πέρασμα- το άφηναν
συνήθως προς τα νότια και σπάνια προς την ανατολή.
Έκλειναν δε τη ρούγα το χειμώνα με τη λεγόμενη λισιά
,δηλαδή ένα πορτόφυλλο,που ήταν μια κατασκευή με ξύλινο σκελετό και υλικά με τα
οποία έφτιαχναν και τα καλύβια.
Όταν τέλειωνε το σκέπασμα της καλύβας τοποθετούσαν στην
κορυφή της ένα σταυρό,συνήθως από σπαράγγια ή καλάμι αλλά και από αλλά
υλικά, γιατί πίστευαν ότι τα «αερικά»
και τα «κακά» πνεύματα φοβούνται το
σταυρό και δεν πλησιάζουν στο καλύβι..Επίσης, γύρω- γύρω από την καλύβα
«έκοβαν» με το τσαπί ένα μικρό αυλάκι, για να μην μπαίνει νερό στο εσωτερικό
της καλύβας,όταν έβρεχε.
Όταν τέλειωναν οι εργασίες αυτές, καθάριζαν το εσωτερικό
της καλύβας και το έχριζαν με λάσπη.
Στο κέντρο του έφτιαχναν τη «στιά»(εστία).
Τη λεγόμενη γουνιά (γωνιά), δηλαδή το μέρος που θα άναβαν τη φωτιά. Θυμάμαι
ότι γύρω από τη φωτιά που ανάβαμε στην καλύβα περνούσαμε εμείς τα παιδιά πολλές
ώρες καθισμένα «καταή» και
συζητώντας με τους γονείς μας. Και αισθανόμασταν
ευτυχισμένα.
Και τώρα που μεγάλωσα σκέπτομαι πως πράγματι
''ένα καλύβι έχει και αυτό τόσο χώρο για
ευτυχία όσο και ένα τεράστιο παλάτι''.
Πολλές φορές στο εσωτερικό της καλύβας έβαζαν και κάποια
φούρκα, για να κρατά πιο στέρεο το καλύβι, όταν επικρατούσαν ισχυροί αέρηδες.
Όπως μπορούμε να καταλάβουμε , οι καλύβες κινδύνευαν όχι
μόνο από τους αέρηδες, αλλά και από τη φωτιά, γιατί τα υλικά κατασκευής τους
ήταν ιδιαίτερα εύφλεκτα.
Η καλύβα στο εσωτερικό της ήταν ζεστή. Ωστόσο, θα πρέπει
εδώ να προσθέσω, για όσους δεν ξέρουν,
ότι η καλύβα δεν είχε καπνοδόχο, για να φεύγει ο καπνός από τη φωτιά, που
έκαιγε βέβαια με ξύλα. Ο καπνός θα έπρεπε να φύγει μόνο από την πόρτα.
Όταν
μάλιστα έξω επικρατούσαν δύσκολες καιρικές συνθήκες και η νοικοκυρά ήταν
υποχρεωμένη να βράσει το φαγητό μέσα στην καλύβα ή και να ψήσει ψωμί, τότε το
εσωτερικό της καλύβας μεταβαλλόταν σε θάλαμο πυκνού καπνού και κινδυνεύαμε από
ασφυξία. Τρίβαμε τα μάτια μας,που κοκκίνιζαν και μας έτσουζαν.
Θυμάμαι ακόμα που η μάνα μου έλεγε: «θα στραβωθούμε ,παιδάκια μ’»
και μας έπαιρνε και μας πήγαινε προς την πόρτα.
Ώσπου , βέβαια, να φτιάξουν τα καλύβια τους οι
Σαρακατσάνοι έμεναν στις τέντες τους.
Λίγο πιο μακριά από την αχυρένια καλύβα, ώστε να παρέχεται
ασφάλεια από τη φωτιά, οι Σαρακατσάνοι διάλεγαν ένα μέρος απάνεμο(απάγκιο) και
έφτιαχναν την εξωτερική γωνιά.
Σ΄ αυτή άναβαν φωτιά με ξερά ξύλα που
προμηθεύονταν σε αφθονία από το δάσος και έψηναν τα φαγητά. Όταν τα ξερά ξύλα
έκαναν θράκα ,έβαζαν επάνω την πυροστιά και πάνω της το ταψί , το οποίο
σκέπαζαν με τη γάστρα, πάνω στην
οποία ,βέβαια, είχαν τοποθετήσει αρκετά αναμμένα κάρβουνα που συγκρατιούνταν με
τη στεφάνη της γάστρας.
Οι Σαρακατσάνοι χρησιμοποιούσαν πολύ τη γάστρα και γι΄
αυτό σπάνια έφτιαχναν φούρνους. Στη γάστρα έψηναν οι γυναίκες το ψωμί,
την πίτα, τις κουλούρες για το γάμο, αλλά και οποιοδήποτε φαγητό γινόταν στο
ταψί.
Το ψήσιμο στη γάστρα απαιτούσε προσοχή και εμπειρία, γιατί εύκολα ήταν δυνατό να «αρπάξουν» τα φαγητά ή το ψωμί και να
καούν. Γι΄ αυτό και η νοικοκυρά που έψηνε το φαγητό ή το ψωμί καθόταν εκεί
κοντά και με το ξυθάλι σήκωνε κάθε λίγο τη γάστρα και παρατηρούσε αν το ψήσιμο
γινόταν κανονικά. Τα άλλα φαγητά ,τα βραστά, τα παρασκεύαζαν στο κακάβι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου