Άγιος Γεώργιος (19ου αιώνα)
Βρίσκεται στο δρόμο που οδηγεί από το Τροβάτο στο Τρίδεντρο. Το εκκλησάκι αυτό ανακαινισμένο σε μεγάλη έκταση στις μέρες μας και δυστυχώς αλλοιωμένο εξωτερικά, ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους Σαρακατσάνους, που πήγαιναν να ξεχειμωνιάσουν στην Αιτωλοακαρνανία, για δύο λόγους: Και γιατί ήταν η τελευταία εκκλησία του χωριού τους, καθώς απομακρύνονταν απ’ αυτό, αλλά και γιατί ο Άγιος αυτός θεωρείται ο προστάτης των ποιμένων και των κοπαδιών...
...Πίστευαν πως ο Αη-Γιώργης, όπως με το στιβαρό του χέρι συνέτριψε τον δράκο, έτσι θα συνέτριβε και κάθε κακό που θα απειλούσε το κοπάδι ή την οικογένειά τους. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τελευταίος Άγιος στον οποίο έκαναν το σταυρό τους φεύγοντας από το χωριό τους για τα χειμαδιά και αυτός ήταν και ο πρώτος Άγιος που έκαναν το σταυρό τους όταν επέστρεφαν στα βουνά. Για την εκκλησία αυτή, που την αγαπούσαν και την αγαπούν ιδιαίτερα οι Τροβατιανοί, αφηγούνται και το εξής περιστατικό: κάποτε ένας Τροβατιανός γιδάρης, αθεόφοβος, και θρασύς, έβοσκε τα γίδια του καθημερινά στην περιοχή του Άη- Γιώργη.
Το βράδυ όμως χρησιμοποιούσε την εκκλησία για μαντρί και έβαζε τα γίδια μέσα και αυτός κοιμόταν στην αυλή της εκκλησίας. Οι Τροβατιανοί που περνούσαν την ημέρα από κεί και έμπαιναν στο εκκλησάκι ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη χάρη του Αη-Γιώργη, έβλεπαν ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη κακαράντζες. Έλεγαν επανειλημμένα στον γιδάρη, να μην βάζει τα γίδια στην εκκλησία γιατί ήταν αμαρτία. Ο γιδάρης με αναίδεια και θρασύτητα απαντούσε: «και τι κακό κάνουν στον Άγιο; του χαλάν τον ύπνο;» Ένα βράδυ δυό παλικάρια από το Τροβάτο, με πλήρη μυστικότητα, αποφάσισαν να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Κατά τα μεσάνυχτα μιας ασέληνης νύχτας πήγαν στην εκκλησία του Αη –Γιώργη και πλησιάζοντας στον γιδάρη έβαλαν τα σακάκια τους στο κεφάλι, για να είναι απόλυτα βέβαιοι ότι δεν θα
τους αναγνωρίσει, αν τυχόν και δεν κοιμάται, και ακροπατώντας πήγαν στο μέρος που κοιμόταν και με τις κλίτσες τους άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα. Τον χτύπησαν τόσο πολύ που τον άφησαν αναίσθητο και έφυγαν. Το πρωί πήγε ή γυναίκα του γιδάρη να του πάει ψωμί και τον βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά είχε χάσει την λαλιά του από τον φόβο, γιατί τον αιφνιδίασαν και τον χτύπησαν στον ύπνο του. Η γυναίκα του ειδοποίησε μερικούς χωριανούς και 4 Τροβατιανοί έκαναν ένα πρόχειρο φορείο και τον μετέφεραν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τον άφησαν εκεί για να τον βοηθήσει ο Άγιος Δημήτρης να ξαναβρεί την μιλιά του. Μετά από λίγες μέρες συνήλθε και πήγε στο σπίτι του. Όταν όλοι τον ρωτούσαν τι του συνέβηκε αυτός απαντούσε: «Εγώ έφταιγα. Αμάρτησα που έκανα την εκκλησία γρέκι και έβαζα μέσα τα γίδια κάθε βράδυ. Με τιμώρησε ο Άγιος. Δεν πρόκειται να ξανακάνω τέτοια αμαρτία».
Από τότε πήρε τα γίδια από κει και κάθε Κυριακή πήγαινε στο εκκλησάκι και προσεύχονταν.
Δυστυχώς σήμερα το παλιό αυτό εκκλησάκι γκρεμίστηκε και στη θέση του αυτό που υπάρχει δεν θυμίζει τίποτε από το παλιό εκκλησάκι του Αγ, Γεωργίου
Το βράδυ όμως χρησιμοποιούσε την εκκλησία για μαντρί και έβαζε τα γίδια μέσα και αυτός κοιμόταν στην αυλή της εκκλησίας. Οι Τροβατιανοί που περνούσαν την ημέρα από κεί και έμπαιναν στο εκκλησάκι ν’ ανάψουν ένα κεράκι στη χάρη του Αη-Γιώργη, έβλεπαν ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη κακαράντζες. Έλεγαν επανειλημμένα στον γιδάρη, να μην βάζει τα γίδια στην εκκλησία γιατί ήταν αμαρτία. Ο γιδάρης με αναίδεια και θρασύτητα απαντούσε: «και τι κακό κάνουν στον Άγιο; του χαλάν τον ύπνο;» Ένα βράδυ δυό παλικάρια από το Τροβάτο, με πλήρη μυστικότητα, αποφάσισαν να δώσουν λύση στο πρόβλημα. Κατά τα μεσάνυχτα μιας ασέληνης νύχτας πήγαν στην εκκλησία του Αη –Γιώργη και πλησιάζοντας στον γιδάρη έβαλαν τα σακάκια τους στο κεφάλι, για να είναι απόλυτα βέβαιοι ότι δεν θα
τους αναγνωρίσει, αν τυχόν και δεν κοιμάται, και ακροπατώντας πήγαν στο μέρος που κοιμόταν και με τις κλίτσες τους άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα. Τον χτύπησαν τόσο πολύ που τον άφησαν αναίσθητο και έφυγαν. Το πρωί πήγε ή γυναίκα του γιδάρη να του πάει ψωμί και τον βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσε να κινηθεί, αλλά είχε χάσει την λαλιά του από τον φόβο, γιατί τον αιφνιδίασαν και τον χτύπησαν στον ύπνο του. Η γυναίκα του ειδοποίησε μερικούς χωριανούς και 4 Τροβατιανοί έκαναν ένα πρόχειρο φορείο και τον μετέφεραν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και τον άφησαν εκεί για να τον βοηθήσει ο Άγιος Δημήτρης να ξαναβρεί την μιλιά του. Μετά από λίγες μέρες συνήλθε και πήγε στο σπίτι του. Όταν όλοι τον ρωτούσαν τι του συνέβηκε αυτός απαντούσε: «Εγώ έφταιγα. Αμάρτησα που έκανα την εκκλησία γρέκι και έβαζα μέσα τα γίδια κάθε βράδυ. Με τιμώρησε ο Άγιος. Δεν πρόκειται να ξανακάνω τέτοια αμαρτία».
Από τότε πήρε τα γίδια από κει και κάθε Κυριακή πήγαινε στο εκκλησάκι και προσεύχονταν.
Δυστυχώς σήμερα το παλιό αυτό εκκλησάκι γκρεμίστηκε και στη θέση του αυτό που υπάρχει δεν θυμίζει τίποτε από το παλιό εκκλησάκι του Αγ, Γεωργίου