ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ,ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΞΥΛΟΣΟΜΠΑ
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΤΡΟΒΑΤΟΥ.
(Γράφει ο Τσεργογιάννης Θεόδωρος Συντ/χος Δάσκαλος)

΄Ετσι όπως ήταν οργανωμένη από παλιά η ζωή της μικρής κοινωνίας των χωριών μας, στη μέση του κάθε χωριού, συνήθως δίπλα στην πλατεία και πλησίον της εκκλησίας, βρισκόταν και το καφενείο του χωριού.
Σ’ αυτή τη λογική το καφενεδάκι ήταν απαραίτητο, όσο η εκκλησία και το Σχολείο. Σωστά λέγανε τότε «χωριό δεν γίνεται χωρίς παπά, χωρίς δάσκαλο και τώρα χωρίς καφενείο»...
... Θεσμός λοιπόν το καφενείο για το χωριό.
Ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο ήταν όλο κι όλο, το καφενεδάκι του κυρ-Βασίλη(Τσίλια) στον Κάτω Μαχαλά Τροβάτου. Χρησίμευε και για Παντοπωλείο του καιρού εκείνου, όπου ο γιος του, Περικλής, φρόντιζε να μη του λείπει τίποτα.
Τον θυμάμαι τον μπάρμπα-Βασίλη. Έξυπνος άνθρωπος με βλέμμα διαπεραστικό γελαστός και ευγενικός ,σ’ έκανε να τον συμπαθήσεις.
Γύρω-γύρω ξύλινοι καναπέδες, φιλοξενούσαν τους χωριανούς, μικρούς και μεγάλους. Στη μέση κυρίαρχη η ξυλόσομπα για τις παγερές βραδιές του χειμώνα και τριγύρω, όσος χώρος περίσσευε, τραπέζια ξύλινα ή τσίγκινα και ψάθινες (ταλαιπωρημένες) καρέκλες.
Σε μια άκρη του τοίχου η τσίγκινη βρυσούλα και από κάτω η λεκάνη για τ’απόνερα. Δίπλα ρακοπότηρα (με χοντρό πάτο) και κρασοπότηρα στην αράδα, και χοντρά φλιτζάνια του καφέ.
Πάνω στον «πάγκο» βρισκόταν πάντα ένα χοντρό χασαπόχαρτο που χρησιμοποιούσε για πρόχειρο «τεφτέρι» για να γράφονται τα βερεσέδια, με το μελανί μολύβι κρεμασμένο από ένα σπάγκο για να μην χάνεται.
Το καφενεδάκι ήταν κάτι σαν ναός. Τους μάζευε όλους. 
Μόλις βράδιαζε έδινε ένας-ένας το παρόν.
Μερικοί ερχόταν κουρασμένοι και βρεγμένοι και κάθονταν δίπλα στη σόμπα για να στεγνώσουν, πίνοντας κανένα ζεστό «ποντς» (τσίπουρο βρασμένο) έτσι με τα ρούχα της δουλειάς χωρίς «επίσημο ένδυμα».
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα γύρω από την ξυλόσομπα, Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, αστεία, ανέκδοτα άλλα αληθινά ,άλλα φανταστικά, άλλα με μπόλικη
…σάλτσα.
Εκεί γύρω λύνονταν όλα τα προβλήματα του χωριού και παίρνονταν αποφάσεις για τα κοινά….και τα πολιτικά.
Οι γεροντότεροι διηγούνταν με νοσταλγία αξέχαστες ιστορίες Χριστουγεννιάτικες, έθιμα και παλιές συνήθειες.
Οι πιο νέοι (μεταξύ των οποίων και εγώ) ακούγαμε προσεκτικά τους μεγάλους και τις ιστορίες τους ,τα παραμύθια τους και τ’ ανέκδοτά τους.
Άλλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν τα σεκλέτια τους (καημούς) με κανένα ουζάκι ή τσιπουράκι.
Ολόκληρη ιστορία, μια ζωή το μικρό καφενεδάκι του χωριού, τόπος συγκέντρωσης των γερόντων που περίμεναν με χαρά τη σύνταξη (τα
γεροντίστικα) όπως τα λέγανε ,που τα έφερνε ο συμπαθέστατος ταχυδρόμος του χωριού Στέφανος Αβράμπος.
Όποιον ήθελες εκεί τον έβρισκες. Εκεί όλα τα νέα ,οι αποφάσεις ….οι συσκέψεις…εκεί το «κουτσομπολιό».
Τότε εκείνες τις μακροσκότεινες νύχτες απολαμβάναμε τις διηγήσεις των παραμυθιών που στρέφονταν γύρω από τους Καλικάτζαρους (Παγανά).
Τότε εκείνη την εποχή (άρχιζε την διήγηση ο μπάρμπας ……δεν σας λέω το όνομά του ,σας αφήνω να το μαντέψετε εσείς), τα παγανά αυτές τις μέρες, είχαν στήσει χορό στο αλώνι του (…..) δεν φοβήθηκα βγήκα έξω στην παγωνιά της νύχτας και πιάστηκα τελευταίος στο χορό(ακολούθησαν ατελείωτα γέλια)
Άλλος μπάρμπας …..στη συνέχεια άρχιζε κι αυτός τις διηγήσεις. Τότε τα παλιά τα χρόνια έλεγε ,τα παγανά, κάτω στο ποτάμι που ήταν ο μύλος πείραζαν το μυλωνά …που έτρωγε κρέας λέγοντάς του …..Γιαννάκη, Γιαννάκη, κι εμένα …..κομματάκι κρεατάκι.
Άλλος μπάρμπας έλεγε κάποτε ….τα Χριστούγεννα, έχασε το γουρούνι που ήθελε να σφάξει.. Έψαξε ,έψαξε …τελικά το βρήκε, κοιμόνταν μέσα σε μια τεράστια κολοκύθα που αναπτύχθηκε και μεγάλωσε στον κήπο του.
Με τέτοιες κι άλλες πολλές ιστορίες περνούσαν ευχάριστα οι ημέρες των Χριστουγέννων στο χωριό.
Με αυτές τις σκέψεις ταξιδέψαμε (σήμερα) σ’ ένα όμορφο παρελθόν ,για ν’ αντλήσουμε  δύναμη για το δύσκολο σήμερα, και να εμπνευστούμε για το αβέβαιο αύριο.
Χάθηκαν! εκείνοι οι αγαθοί άνθρωποι που έβλεπαν…..καλικάντζαρους . 
Χάθηκαν! οι γιαγιάδες που μας έλεγαν τα τόσο όμορφα παραμύθια. 
Χάθηκαν! εκείνα τα από καταβολής κόσμου ,απλά ήθη και έθιμα των χωριών μας.
«Ο ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ» δεν θα τ’ αφήσει όμως να χαθούν τελείως!
Τη θέση τους πήραν τα Μ.Μ.Ε .Τη θέση των ηθών και εθίμων πήρε η ξένη «κουλτούρα» η οποία που μας οδηγεί; ; Όλα άσχετα με την ιστορία του τόπου μας!
Πολλές ιστορίες θυμάμαι από τη ζωή μου , στο όμορφο ΤΡΟΒΑΤΟ.
Μια τέτοια αληθινή ιστορία (όχι παραμύθι) έζησα κι εγώ τις ημέρες των Χριστουγέννων .(τότε ….το χίλια εννιακόσια …)
Πλησίαζαν Χριστούγεννα (τότε…..).
Με τον φίλο μου πατριώτη και αγαπητό συνάδελφο δάσκαλο τότε «Κουστέσας» Θεοδόση Τσιαλιαμάνη αποφασίσαμε να κάνουμε Χριστούγεννα στα χωριά μας, στα Γιάννενα, παρά τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες η απόφαση πάρθηκε. Ήταν τελική.
Το βράδυ έφυγα από το Τροβάτο και πήγα στην «Κουστέσα» για να κοιμηθώ εκεί.
Έπρεπε να σηκωθούμε πρωϊ γιατί είχαμε 6 ωρών δρόμο (πεζοπορία).Δεν είχε φέξει ακόμη καλά και «Τ’ ΑΤΣΑΛΙΑ» (έτσι ονόμαζε ο Θεοδόσης τους
Κουστεσιώτες) χτύπησαν την πόρτα. Ήταν 3. Ο Αλέκος  Κραβαρίτης, ο…Αντωνίου και ο ……Στούμπος (Δεν θυμάμαι τ’ ονόματά τους ),θα μας οδηγούσαν μέχρι ψηλά στο βουνό, για να πάρουμε μετά τον κατήφορο μόνοι μας, το μονοπάτι που θα μας έβγαζε στο Νεοχώρι Καρδίτσας. Στην πορεία μας ,προς το βουνό σ ’ένα σημείο που το λένε «ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ» του επικίνδυνου μονοπατιού, κουράστηκα και φοβόμουν να το περάσω. 
Τότε ο Αλέκος Κραβαρίτης (τον συνάντησα πέρυσι στο Τροβάτο ,στη γιορτή του Τιμίου Σταυρού),ψηλός, γεροδεμένος άνδρας ,πραγματικό ατσάλι ,άπλωσε τις ποδαρούκλες του και με πέρασε στο Κόκκινο Στεφάνι. Το κρύο πολύ δριμύ, τσουχτερό. Τα χνώτα γινόταν κρύσταλλοι πάγου στα μουστάκια των συνοδών.
Φθάσαμε στην κορυφή .Τα έλατα γεμάτα χιόνι καμάρωναν την ομορφιά τους. Ένα άλογο εγκαταλειμμένο «σιγοπέθαινε» κάτω από ένα θεόρατο έλατο. Ένα «κρίμααα» ακούστηκε απ’ όλους μας .
Χαιρετήσαμε τους φίλους συνοδούς, τους ευχηθήκαμε «ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ» και ¨ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ» και πήραμε μόνοι μας τον κατήφορο.
Κατάκοποι ,κουρασμένοι ,βρεγμένοι, παγωμένοι, πεινασμένοι, φθάσαμε στο Νεοχώρι Καρδίτσας. Φιλοξενηθήκαμε στο μαγαζί και στο σπίτι του …..Αργύρη που ήταν πραγματικά «Μοναστήρι» για τους περαστικούς. Η καλοκάγαθη γυναίκα του έκανε  ότι μπορούσε να μας συνεφέρει από την ταλαιπωρία.(Εάν ζουν ο Θεός να τους έχει πάντα καλά).
Κάναμε Χριστούγεννα .Στις 6 Γενάρη βρεθήκαμε πάλι στο ίδιο στέκι. «Μαγαζί …..Αργύρη στο Νεοχώρι». Τ’ ατσάλια μας περίμεναν εκεί. Καιρός δυστυχώς πολύ-πολύ άσχημος. Ψηλά στο βουνό το χιόνι είχε ξεπεράσει το ένα μέτρο και χιόνιζε συνέχεια. Τ’ ατσάλια ούτε καν φοβούνται ….πάμε να φύγουμε είπαν και ξεκινήσαμε την επιστροφή.
Περπατήσαμε 4-5 ώρες και φθάσαμε κατάκοποι περπατώντας στο παγωμένο χιόνι, στο ποτάμι που βρίσκεται κάτω χαμηλά από τον Άγιο- Νικόλαο Βραγκιανών. Σ’ ένα σημείο οι δρόμοι μας χώρισαν. 
Οι Κουστεσιώτες με το δάσκαλο Θεοδόση, πήραν το δρόμο προς την Κουστέσα. Εγώ μόνος μου ,( παρά την επιμονή των οδοιπόρων να πάω μαζί τους ),πήρα τον ανήφορο για τον Άγιο Νικόλαο .Εκείνος ο ανήφορος ήταν γολγοθάς για μένα. Δρόμος μόλις μισής ώρας, εγώ τον περπάτησα σε δύο-τρεις ώρες, περπατώντας στο παγωμένο χιόνι που βούλιαζε.
Έφθασα στην κορυφή και πήρα τον κατήφορο για Βραγκιανά. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Βρέθηκα μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω.
Μια θεόρατη στήλη-κολώνα χιονιού στριφογύριζε στον αέρα. Που να περάσεις!!! Που να πας!!! Γύρισα πίσω στον Άγιο Νικόλαο με σκοπό να περάσω εκεί τη νύχτα. Πεινούσα αφάνταστα.
Μέσα στην αγωνία μου ,θυμήθηκα μια ιστορία, που έλεγαν κάποτε γύρω στην ξυλόσομπα. Το σημείο εκείνο το λένε «ΣΤΟ ΦΟΝΙΑ» πολλοί χάθηκαν εκεί έλεγαν. Έπρεπε να φωνάξεις «ΒΡΑΓΚΙΑΝΗΤΗΣ- ΒΡΑΓΚΙΑΝΗΤΗΣ» για να περάσεις. Πήγα και εγώ φώναξα δυνατά….αλλά ο ανεμοστρόβιλος δεν έλεγε να εξαφανιστεί. 
Για μια στιγμή βλέπω να κατηφορίζει προς το σημείο εκείνο μια σκιά ,δεν φαινόταν κατακάθαρα γιατί σκοτείνιαζε και είχε και ομίχλη. 
Ήταν κάποιος Νίκος Κωστούλας απο το Τροβάτο. Ωρέ!! Δάσκαλε μου είπε! Που είσαι τέτοια ώρα εδώ. Θα χαθείς .Ο Άγιο Νικόλαος σ’ έφερε εδώ του είπα .Μήπως έχει κάτι να φάω, πεινώ! Έβγαλε από το σακούλι ένα κομμάτι ψωμί και λουκάνικο «πρασάτο». Έφαγα και συνήλθα .Ήταν το καλύτερο φαγητό που έφαγα μέχρι σήμερα.
Παρέα τώρα με το Νίκο (ο ανεμοστρόβιλος είχε ήδη εξαφανισθεί ).Φθάσαμε στα Βραγκιανά και από εκεί στο χωριό Τροβάτο. Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Με ένα σύντομο ….παγωμένο…Νίκο ευχαριστώ. ΚΑΛΗ ΝΥΧΤΑ. Χωρίσαμε .Σε λίγο βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ζεστό αναμμένο τζάκι. Ξεκουράστηκα.
Η άλλη μέρα με περίμενε να προσφέρω την υπηρεσία μου για την Ελληνική Παιδεία.
Καιρός να τελειώνω!
Εύχομαι σ’ όλους τους απανταχού Τροβατιανούς ,να είναι ευοίωνο και καρποφόρο το 2013 σε μας, τον περίγυρο μας ,την Ελληνική μας κοινωνία.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ-ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: