Πατέρας, γιός  και εγγονός.
                               «Όσα μύθια, τόσ’ αλήθεια»  
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι οι γονείς  πληρώνουν για  τα παιδιά τους, ακόμα και όταν αυτά ενηλικιωθούν. Η νεότερη νομοθεσία όμως προβλέπει και το αντίθετο.  Στα μέσα Φεβρουαρίου τα ΜΜΕ πρόβαλαν μια  πρωτόγνωρη απόφαση δικαστηρίου, που ανέτρεψε τους  ρόλλους, αφού καλεί το μοναδικό ενήλικο γιο μιας οικογένειας να πληρώσει διατροφή στον ανήμπορο και ανάπηρο πατέρα του...
...Η περίπτωση αναφέρεται σε έναν 70χρονο πατέρα που ζούσε μόνος και παραμελημένος από τον γιό του. Ο πατέρας αναγκάστηκε να βρεθεί αντίδικος με το ίδιο του το παιδί για να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για την επιβίωσή του. Έκανε λοιπόν αγωγή στον γιό του και ζητούσε ένα ποσό ως διατροφή, διότι όπως υποστήριξε η πενιχρή σύνταξή του δεν επαρκούσε να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες της διαβίωσής του, όπως τα έξοδα διαμονής , τη διατροφή του, την αμοιβή της οικιακής βοηθού, καθώς και μέρος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τελικά το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση του πατέρα  και υποχρέωσε το γιό να του καταβάλει ένα ποσό ως μηνιαία διατροφή.
Ακούγοντας αυτό, θυμήθηκα μια ιστορία που διάβασα και την μεταφέρω κάπως διασκευασμένη.
Ήταν κάποτε ένας άντρας ο οποίος αγωνίστηκε στην ζωή του, δημιούργησε οικογένεια, απέκτησε έναν γιό, τον μεγάλωσε, τον σπούδασε και στο τέλος του άφησε την επιχείρησή του και συνταξιοδοτήθηκε.
Τα χρόνια πέρασαν ο πατέρας γέρασε και έχασε την γυναίκα του. Ο γιος παντρεύτηκε και απέκτησε ένα αγόρι. Ο παππούς λοιπόν με τον γιό του, την νύφη του και τον εγγονό του έμεναν όλοι μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι.
Με το πέρασμα του χρόνου ο παππούς απέκτησε μια ιδιαίτερη σχέση με τον εγγονό, ο οποίος του είχε μεγάλη αγάπη και αδυναμία. Ο πατέρας είχε συνέχεια στο μυαλό του την δουλειά και το πώς θα κάνει περισσότερα χρήματα.
Όταν δε τύχαινε και αρρώσταινε ο παππούς έδειχνε την ενόχλησή του για το χάσιμο χρόνο από την δουλειά του. Βέβαια δεν ήταν αμελητέα και η συμβολή της νύφης προς αυτή την κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση δεν έχανε την ευκαιρία να υπενθυμίζει στον σύζυγο ότι ο παππούς δεν μπορεί να μένει άλλο μαζί τους και ότι πρέπει να πάει σε γηροκομείο.
Πως όμως να πάρει μια τέτοια απόφαση  ο πατέρας που έβλεπε τον γιό του να έχει μεγάλη αδυναμία στον παππού;
Με το πες-πες της συζύγου στο τέλος ο γιος παίρνει την απόφαση να πάει τον γερο- πατέρα του στο γηροκομείο και να απελευθερωθούν από το βάρος της φροντίδας.
Αφού τα κανόνισε όλα με το γηροκομείο ένα βράδυ καλεί το 12χρονο γιό του και του λέει: 
Αποφασίσαμε με την μητέρα σου να πάμε τον παππού στο γηροκομείο. Όπως καταλαβαίνεις ο παππούς γέρασε και δεν μπορούμε να τον φροντίζουμε. Έχουμε την ζωή μας και τις δουλειές μας και ο χρόνος είναι χρήμα. Θα πρέπει η ζωή μας να κυλά χωρίς εμπόδια. Κάτι πήγε να αντιτάξει ο μικρός αλλά ο πατέρας  του ήταν απόλυτος και δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Του ζήτησε δε επειδή την άλλη μέρα είχε δουλειά  να τον συνοδέψει με ταξί στο γηροκομείο.
Όλη την νύχτα ο εγγονός δεν μπόρεσε να κοιμηθεί από τη στεναχώρια που θα αποχωριζόταν την άλλη μέρα τον παππού του.
Το πρωί ο πατέρας του είχε βάλει σε μια τσάντα τα λιγοστά πράγματα του παππού, του έδωσε δε και μια κουβέρτα λέγοντάς του:  πάρε αυτή την κουβέρτα να τον σκεπάσεις γιατί κάνει κρύο. Το παιδί την πήρε αμίλητο , τύλιξε με αυτήν τον παππού, τον έβαλε στο αμάξι και ξεκίνησαν.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, βοήθησε τον παππού να βγεί απ’ το αμάξι και το πήγε μέσα στο κτίριο.
Τον παρέλαβαν οι υπάλληλοι του γηροκομείου και αφού τον αποχαιρέτησε με έναν κόμπο στο λαιμό κατευθύνθηκε τρέχοντας προς την έξοδο μη θέλοντας να κλάψει μπροστά του. Βγήκε στο προαύλιο του γηροκομείου όπου ξέσπασε σε κλάματα.
Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα. Μπαίνει πάλι  στο γηροκομείο πλησιάζει τον παππού, και αφού τον φιλάει στα ρυτιδιασμένα του μάγουλα, του βγάζει την κουβέρτα τη διπλώνει και την παίρνει μαζί του. Γυρίζει στο σπίτι του και περιμένει τον πατέρα του ο οποίος ήρθε νωρίς το βράδυ. Ο πατέρας ρώτησε τον γιό του αν όλα  πήγαν  καλά  με τον παππού.  Το παιδί του είπε ότι έκανε ότι του ζήτησε και στη συνέχεια του έδωσε την διπλωμένη κουβέρτα.
Ο πατέρας ξαφνιάστηκε και τον ρώτησε: καλά  την κουβέρτα γιατί την πήρες;
Το παιδί με σοβαρότητα του απάντησε: Κοίταξε πατέρα, το σκέφτηκα και είδα πως έχεις δίκιο. Τα πάντα είναι χρήμα. Σωστά φιλοσόφησες τη ζωή.  Σε μερικά χρόνια θα σε διαδεχθώ στη δουλειά, θα κάνω δική μου οικογένεια, και δεν θα είναι δυνατόν να έχω εμπόδια στη ζωή μου. Οπότε η κουβέρτα θα χρειαστεί για να σε σκεπάσω την ώρα που θα σε πηγαίνω στο γηροκομείο. Γιατί να αγοράσω καινούρια αφού θα υπάρχει αυτή;
Ο πατέρας του τα έχασε, ένοιωσε ντροπή πηγαίνει σε μια γωνιά και κλαίει γοερά.
Έπειτα από λίγο λέει στο γιό του: έχεις δίκιο αγόρι μου, θα ήθελα αύριο να πάμε μαζί να φέρουμε πίσω στο σπίτι τον παππού.
Το παιδί χαμογέλασε και ένα βαθύ αίσθημα ικανοποίησης τον κατέκλυσε.
Την άλλη μέρα πήγαν πίσω και έφεραν τον παππού στο σπίτι.
Όταν τον οδήγησε ο εγγονός πίσω στο δωμάτιό του, ο παππούς δάκρυσε. Με τρεμάμενη φωνή ο παππούς τον ρώτησε πως τα κατάφερε;
Και ο εγγονός του απάντησε. Επειδή καλέ μου παππού εδώ που είμαστε ήσουνα και εκεί που είσαι θα ‘ρθουμε και φυσικά επειδή κανένας δεν πρέπει να ξεχνά ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνει αυτό που δεν θέλει να του κάνουν οι άλλοι.
Μπορεί η παραπάνω ιστορία να μοιάζει με μύθο, όμως πολλές φορές η απόσταση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας είναι πολύ μικρή. «Όσα μύθια τόσ’ αλήθεια» λέει ο θυμόσοφος λαός μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: